ἀναλακτίζω

ἀναλακτίζω
ἀναλακτίζω,
A kick upwards, Antyll. ap. Orib.6.31.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναλακτίζω — (Α ἀναλακτίζω) 1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λακτίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση] …   Dictionary of Greek

  • ἀναλακτιζόντων — ἀναλακτίζω kick upwards pres part act masc/neut gen pl ἀναλακτίζω kick upwards pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλάκτιση — η [αναλακτίζω] 1. το εκ νέου λάκτισμα, ξανακλότσημα 2. περιφρονητική απόρριψη, περιφρόνηση 3. γυμναστική άσκηση κατά την οποία υψώνεται τεντωμένο το σκέλος, όσο το δυνατόν υψηλότερα προς τα εμπρός …   Dictionary of Greek

  • ἀναλακτίσας — ἀναλακτίσᾱς , ἀναλακτίζω kick upwards aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”